- φιλοψευδία
- φῐλο-ψευδία, ἡ,A propensity to lying, Hp. Ep.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοψευδία — ἡ, Α [φιλοψευδής] η αγάπη προς το ψέμα … Dictionary of Greek
φιλοψευδίην — φιλοψευδία propensity to lying fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψευδής — ές, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ψέμα, που τού αρέσει να λέει ψέματα αρχ. τὸ φιλοψευδές η φιλοψευδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. μισο ψευδής] … Dictionary of Greek